Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰὸς οἰότερον

См. также в других словарях:

  • όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο …   Dictionary of Greek

  • οἰότερον — οἰ̱ότερον , οἶος alone adverbial comp οἰ̱ότερον , οἶος alone masc acc comp sg οἰ̱ότερον , οἶος alone neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»