-
1 ὄϊος
------------------------------------A of a sheep, γάλα ὄ. ewe-milk, Hp.Vict.2.41 ;ὄϊον ἔριον Polem.Hist.88
; οἰὸς οἰότερον more sheepish than a sheep, Sophr. 122 (v. dub.). (In Hp. and Polem.Hist.ll.cc. ὄειος (like βόειος) shd. be read ; cf. ὀέα.) -
2 οιότερον
οἰ̱ότερον, οἶοςalone: adverbial compοἰ̱ότερον, οἶοςalone: masc acc comp sgοἰ̱ότερον, οἶοςalone: neut nom /voc /acc comp sg -
3 οἰότερον
οἰ̱ότερον, οἶοςalone: adverbial compοἰ̱ότερον, οἶοςalone: masc acc comp sgοἰ̱ότερον, οἶοςalone: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο … Dictionary of Greek
οἰότερον — οἰ̱ότερον , οἶος alone adverbial comp οἰ̱ότερον , οἶος alone masc acc comp sg οἰ̱ότερον , οἶος alone neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)